-
1 επικρεμαμαι
[pass. к ἐπικρεμάννυμι См. επικρεμαννυμι]1) висеть (над чем-л.), нависать(ὕπερθεν πέτρη ἐπικρέμαται HH.; αἱ ἐπικρεμάμεναι συστάσεις τῶν ὀρῶν Arst.)
ἐ. τῇ ἀγορᾷ Plut. — возвышаться над площадью2) перен. нависать, угрожать(ἐπικρεμάμενος κίνδυνος Thuc., Plut.; ἐπικρέμαται θάνατος Plut.)
τιμωρία ἐπικρέμαται Thuc. — угрожает (предстоит) наказание